- μερακλώνω
- και μερακώνω1. κάνω κάποιον να καταληφθεί από μεράκι, προκαλώ σε κάποιον συναισθηματική έξαρση («τούς μεράκλωσε με τα τραγούδια του»)2. (ενεργ. και μέσ.) καταλαμβάνομαι από μεράκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μερακλής. Ο τ. μερακώνω < μεράκι].
Dictionary of Greek. 2013.