μερακλώνω

μερακλώνω
και μερακώνω
1. κάνω κάποιον να καταληφθεί από μεράκι, προκαλώ σε κάποιον συναισθηματική έξαρση («τούς μεράκλωσε με τα τραγούδια του»)
2. (ενεργ. και μέσ.) καταλαμβάνομαι από μεράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μερακλής. Ο τ. μερακώνω < μεράκι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μερακλώνω — μερακλώνω, μεράκλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μερακλώνω — μεράκλωσα, μερακλώθηκα, μερακλωμένος, και μερακώνω 1. με πιάνει το μεράκι: Μεράκλωσα για λίγο κρασί. 2. μτβ., κάνω κάποιον να τον πιάσει το μεράκι: Τον μεράκλωσε με τα κουνήματά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμεράκλωτος — η, ο [μερακλώνω] 1. αυτός που δεν έχει ερωτική βαρυθυμία, ντέρτι, σεκλέτι 2. αυτός που δεν μερακλώθηκε, δεν απόκτησε κέφι, ευθυμία, διάθεση …   Dictionary of Greek

  • μερακώνω — βλ. μερακλώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”